Monday, 17 December 2007
Abstract
Abstract
This essay moves away from facing the practice of Vigil as a process of intentional sleepless. On the contrary, we approach and study vigil as a way of resting for the Person in the Love of the God, and at the same time as a mean for its psyche deletion, targeted in moving from the country of the build to the country the un-build which can be named as the space of the Light. Thus, this theoretical installation, an installation based on experience creates the circumstances for the re-installation of the self from the build to the non-build and from darkness to the Light.
Key words: vigil, orthodox theology, ritual practice.
Texts of this essay are available online, on: http://www.nonvigil.blogspot.com while the essay itself may be downloaded in a .pdf file from http://www.innovation.management.com/arch.htm
Περίληψη
Ἡ ἐργασία αὐτὴ προτείνει μία ἐμπειρικὴ προσέγγιση ἐνῶ διαχωρίζεται σαφῶς τόσο ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τῆς ἀγρυπνίας ὡς ἐγρήγορση, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ἔννοιά της ὡς προσφορὰ ἢ ὡς μέσον ψυχικῆς ἀνάπαυσης. Ἀντίθετα, διερευνᾶται ἡ ἀγρυπνία ὡς ἐφησυχασμὸς τοῦ προσώπου στὴν ἀγαπητικὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ παράλληλα ὡς μέσον ψυχικοῦ ἐκμηδενισμοῦ του μὲ στόχο τὴν ὑπερβατική, βιωματική του μετεγκατάσταση ἀπὸ τὴ χώρα τοῦ κτιστοῦ στὴν περιοχὴ τοῦ ἄκτιστου ποὺ ἁπλοϊκὰ θὰ ὀνομάζαμε περιοχὴ τοῦ Φωτός. Μία θεωρητικὴ ἐγκατάσταση, ἐμπειρικὴ καὶ βιωματικὴ ποὺ ἐπιχειρεῖ τὴν μὲτ-ἐγκατάσταση ἀπὸ τὸ κτιστὸ στὸ ἄκτιστο καὶ ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς.
Λέξεις Κλειδιά: ἀγρυπνία, ὀρθόδοξη λειτουργική, ἐμπειρία.
Κείμενα καὶ ὑλικὸ αὐτῆς τῆς ἐργασίας αὐτὴ εἶναι διαθέσιμα online, στὴ διεύθυνση http://www.nonvigil.blogspot.com ἐνῶ τὸ ἴδιο κείμενο σὲ ἀρχεῖο .pdf βρίσκεται διαθέσιμο καὶ στὸ http://www.innovation.management.com/arch.htm
Ἡ Ἀγρυπνία ὡς Ἐμπειρία: Στὸ Φῶς ἀπ’ τὸ Σκοτάδι
Είσοδος
“Στις ἀρχὲς τὰ ‘χασα. Δὲν μποροῦσα ν’ ἀντισταθῶ. Ἔχανα τὰ πάντα. Μ’ ἕνα τίποτε πῶς νὰ ζήσω; Τρόμαζα καθὼς ἀνακάλυπτα τὴ γύμνια μου. Σὰν ὁ ἐνθουσιασμὸς χαμήλωνε, ἔλεγα: Γύρνα πίσω, βρέ. Δὲν τὰ βγάζεις πέρα. Θὰ μετανιώσεις καὶ θὰ ‘ναὶ ἀργά. Δὲν εἶναι γιὰ τὰ κότσια σου ἐδῶ. Μὴν κάνεις τὸν γενναῖο. Δίχως μία μόνιμη παρηγοριὰ στὰ χέρια καὶ μία ἀσφαλῆ βεβαιότητα. Κάτι ἔπρεπε νὰ γίνει. Ἀπ’ τὴν ἄλλη δὲν τὸ ‘βάζα εὔκολα κάτω. Τελικὰ κατάλαβα πὼς αὐτὴ ἡ παρτίδα τοῦ παιχνιδιοῦ μέσα στὴ νύχτα ἔπρεπε νὰ παιχθεῖ ἀποκλειστικὰ μ’ ἐμένα καὶ τὸν Θεό, δίχως ἐπευφυμοῦντες θεατὲς καὶ χαρούμενους ἀκροατές. Ὅταν τὸ ἐνίωσα αἰσθάνθηκα νὰ πέφτω στὸ κενό. Μετὰ αἰσθάνθηκα κάτι φοβερότερο. Τὶς σφιγμένες γροθιές μου ὁ συμπαίχτης μου νὰ τὶς χαϊδεύει. Κόντεψα νὰ τρελαθῶ. Αὐτὰ ποὺ διάβαζα στὰ βιβλία, τὰ ζοῦσα κι ἐγώ, μποροῦσα νὰ τὰ ζῶ, θὰ τὰ ζοῦσα καὶ θὰ ζοῦσα. Ἤμουν μέσα σ’ ἕνα πυρωμένο καμίνι δίχως νὰ καίγομαι. Μετὰ ἄρχισα κι ἐγὼ νὰ βλέπω, ν’ ἀκούω, ν’ ἀγαπῶ διαφορετικά. Γιὰ κάτι σημαντικό μας ἔφερε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο. Δὲ ἐπιτρέπεται νὰ ζοῦμε γιὰ τὸ τίποτε.” [i]
Ἀντικείμενο αὐτῆς τῆς ἔρευνας, εἶναι ἡ μελέτη τῆς ἀγρυπνίας βιωματικῆς καὶ ἐμπειρικῆς πρακτικῆς. Ἡ ἐργασία αὐτὴ διαχωρίζεται σαφῶς τόσο ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τῆς ἀγρυπνίας ὡς ἐγρήγορση, ὅπως αὐτὴ διαφαίνεται ἀπὸ τὶς παραπάνω ἀναφορές, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ἔννοιά της ὡς προσφορὰ ἢ ὡς μέσον ψυχικῆς ἀνάπαυσης, ὅπως δίνεται στὸ ἀρχικὸ παραπάνω κείμενο. Ἀντίθετα, διερευνᾶται ἡ ἀγρυπνία ὡς ἐφησυχασμὸς τοῦ προσώπου στὴν ἀγαπητικὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ παράλληλα ὡς μέσον ψυχικοῦ ἐκμηδενισμοῦ του μὲ στόχο τὴν ὑπερβατική, θεωρητική του μετεγκατάσταση καὶ μετοικεσία στὴν περιοχὴ τῆς ὕπαρξης ποὺ ἁπλοϊκὰ θὰ ὀνομάζαμε περιοχὴ τοῦ Φωτός.
1. Ἡ Ἀγρυπνία τῶν Λαϊκῶν
Ἀφετηρία τῆς ἐργασίας ἀποτέλεσε τὸ παρακάτω κείμενο ποῦ ἀντιπροσωπευτικὰ παραθέτει τὴν εἰκόνα τῆς “ἀγρυπνίας” ὅπως αὐτὴ ἐμφανίζεται στὸ σύγχρονο ἀστικὸ (κομφορμιστικό; ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὶς προτεσταντικὲς θεολογικὲς ἀρχές;) χριστιανισμό, τὸν “χριστιανισμὸ τῶν πόλεων”:
“Αγρυπνία”= Ὄρθρος καὶ Θεία Λειτουργία, νυχτερινὴ ἀκολουθία, παννύχιος ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία, βραδινὴ προσευχὴ (Προσευχὴ = Διάλογος μὲ τὸ Θεό), ἀκριβῶς ἡ ἀκολουθία ποὺ γίνεται τὸ πρωὶ γίνεται καὶ τὸ βράδυ (τὰ ξημερώματα τῆς ἑπόμενης μέρας). Ἀγρυπνία δὲ συνιστᾷ μόνο ἡ νυχτερινὴ ἀκολουθία ποὺ γίνεται στὸ ναὸ ἀλλὰ καὶ ἡ νυχτερινὴ προσευχὴ ποὺ κάνει κάνεις στὸ δωμάτιό του μὲ σκοπὸ νὰ συνομιλήσει μὲ τὸ Θεό. Πρόκειται γιὰ μία ἀρχαία λατρευτικὴ πρακτικὴ ποὺ συναντᾶται σὲ πολλὲς θρησκεῖες καὶ δόγματα.
- Ὁ πιστὸς θυσιάζει τὸ βραδινό του ὕπνο, ποὺ εἶναι κάτι ποὺ τὸν εὐχαριστεῖ, ἀφοῦ χάρη σὲ αὐτὸν ἀναπαύεται τὸ σῶμα του, γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸ Θεὸ καὶ οὐσιαστικὰ γιὰ ὠφέλεια τῆς ψυχῆς του. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀγρυπνία εἶναι τόσο εὐάρεστη στὸ Θεό. Ἄλλωστε Αὐτὸς ἔχει θυσιαστεῖ γιὰ ἐμᾶς, ἐμεῖς νὰ μὴν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ θυσιάσουμε κάποιες ὧρες ἀπὸ τὴ βραδινή μας σωματικὴ ἀνάπαυση?!
- Ἡ ἀγρυπνία ἔχει τὸ πλεονέκτημα ὅτι γίνεται σὲ ὥρα ἡσυχίας. Ἡ ἔλλειψη θορύβων καὶ παρεμβολῶν τοῦ ἐξωτερικοῦ περιβάλλοντος ἐπιτρέπουν στὸν πιστὸ νὰ προσευχηθεῖ ἀπερίσπαστος. Εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων ἀπὸ ἄποψη ἐξωτερικῶν παραγόντων ἡ πιὸ ἥσυχη ὥρα τῆς ἡμέρας.
- Τὴν ὥρα τῆς ἀγρυπνίας ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ ἄλλες ἔγνοιες. Ἐκείνη ἡ χρονικὴ στιγμὴ σημαίνει καὶ τὸ τέλος τῶν ἡμερήσιων ὑποχρεώσεών του, μὲ τὶς τελευταῖες εἶχε νὰ ἀσχοληθεῖ ὅλη τὴ μέρα. Ὅποτε ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ στραφεῖ πιὸ εὔκολα στὸν ἑαυτό του. ‘Έτσι τοῦ δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ κάνει ἕναν ἀπολογισμό, μία αὐτοκριτικὴ καὶ μέσῳ τῆς διαδικασίας διαπίστωσης τῶν σφαλμάτων καὶ τῶν ἀδυναμιῶν του νὰ μετανοήσει. Καὶ φυσικὰ μέσῳ τῆς μετάνοιας μπορεῖ νὰ βρεῖ τὸ Θεό.
- Οἱ Πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὅρους κάνουν συχνὰ ἀγρυπνίες. Ὅταν ὅλοι ξεκουράζονται σωματικά, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀναπαύεται μὲ τὴν προσευχὴ συνομιλώντας μὲ τὸ Θεὸ ἀφοῦ Προσευχὴ = Διάλογος μὲ τὸ Θεὸ καὶ συνεπῶς ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς σου. Ἔτσι ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ὑπάρχει ἡ ψυχικὴ ἠρεμία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ σωματική. Καὶ ἐνῶ χάρη στὴν προσευχὴ καὶ τὴ ψυχικὴ ἠρεμία ποὺ αὐτὴ συνεπάγεται αἰσθάνεσαι μετὰ καὶ σωματικὴ ἀνάπαυση, στὴν πλειοψηφία τῶν περιπτώσεων κάποιος ποὺ ἔχει ἀναπαυθεῖ σωματικὰ αὐτὴ τὴν ψυχικὴ ἠρεμία τοῦ εἶναι δύσκολο νὰ τὴ νιώσει.»
Καθὼς ὅμως ὁμολογεῖ ὁ Μοναχὸς Μωϋσῆς ὁ Ἁγιορείτης: “Ὁ θεὸς τῆς πόλης, τῶν κατηχητικῶν, τῶν κηρυγμάτων, τῆς θείας μου, ἦταν πολὺ διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν ἐδώ”. “[ii] [...] καθὼς πέθαινε ὁ θεὸς τῆς πόλης καὶ ἀνασταινόταν ἕνας ἄλλος θεὸς ἡ νύχτα ὀμόρφαινε καὶ δὲν ἤθελες νὰ κοιμηθεῖς...” [iii]
2. Ἡ Ἀγρυπνία στὴν Δογματικὴ
Μὲ τὸ ἐρευνητικὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ ἂν ἡ ἀγρυπνία ὡς λειτουργικὴ θεώρηση δογματικῆς πράξης στὴν ἀνατολικὴ ἐκκλησιὰ ἐξαντλεῖται στὴν παραπάνω τοποθέτηση ἀπευθυνθήκαμε στὶς πρωταρχικὲς πηγές, ἀναζητώντας ἀναφορὲς στὴν Ἀγρυπνία ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.
- “Ιδού ὁ νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός. Μακάριος ὧν εὑρίσκει ἀγρυπνοῦντα, ἀνάξιος δὲ ὧν εὑρίσκει ραθυμούντα.”
- “Αγρυπνείτε καὶ προσεύχεσθε, διὰ νὰ μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν, τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής.” (ΜΑΤΘ κς:41.)
- “Αγρυπνείτε λοιπὸν δεόμενοι ἐν παντὶ καιρῶ, διὰ νὰ καταξιωθῆτε νὰ ἐκφύγητε πάντα ταῦτα τὰ μέλλοντα νὰ γείνωσι, καὶ νὰ σταθῆτε ἔμπροσθέν του Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.” (ΛΟΥΚ κά:36.)
- “Και ἐξ ὑμῶν αὐτῶν θέλουσι σηκωθῆ ἄνθρωποι λαλοῦντες διεστραμμένα, διὰ νὰ ἀποσπῶσι τοὺς μαθητᾶς, ὀπίσω αὐτῶν. Διὰ τοῦτο ἀγρυπνεῖτε.” (ΠΡΑΞ κ:30)
- “Εν κόπω καὶ μόχθω, ἐν ἀγρυπνίας πολλάκις, ἐν πείνῃ καὶ δίψῃ, ἐν νηστεῖ, οὖς πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι. (Τὰ παθήματα τοῦ Παύλου)” (Β. ΚΟΡ ἴα:27)
- “Και εἷς αὐτὸ τοῦτο ἀγρυπνοῦντες μὲ πᾶσαν προσκαρτέρησιν καὶ δέησιν ὑπὲρ πάντων τῶν ἁγίων.” (ΕΦΕΣ ς:18)
- “Αρα λοιπὸν ἂς μὴ κοιμώμεθα ὡς καὶ οἱ λοιποί, ἀλλ'ἂς ἀγρυπνῶμεν, καὶ ἂς ἐγκρατευώμεθα.” (Α.ΘΕΣ ἐ:6)
- “Σύ δὲ ἀγρύπνει εἰς πάντα κακοπάθησον.” (Β.ΤΙΜ δ:5)
- “Εγκρατεύθητε, ἀγρυπνήσατε, διότι ὁ ἀντίδικός σας διάβολος, ὡς λέων ὠρυόμενος, περιέρχεται, ζητῶν τίνα νὰ καταπίῃ.” (Α. ΠΕΤε:8 )
- “Ιδού, ἔρχομαι ὡς κλέπτῃς, μακάριος ὅστις ἀγρυπνεῖ, καὶ φυλάττει τὰ ἱμάτια αὐτοῦ.” (ΑΠΟΚ ἴς:15.)
Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς παραπάνω ἀναφορὲς γιὰ τὴν ἀγρυπνία, αὐτὴ γίνεται ἀντιληπτὴ ὡς μία ἄσκηση, πνευματικὴ καὶ σωματικὴ συγχρόνως. Παράλληλα, ὁ ἠθελημένα ἄυπνος ἐπιχειρεῖ τὴν ἐγρήγορση καὶ τὴ διαύγεια τοῦ πνεύματος τοῦ ἐνῶ υἱοθετεῖ τὴν πρακτική της ἀγρυπνίας ὡς μία προσωπικὴ ἄσκηση. Ἡ παροῦσα ἐργασία διαχωρίζεται σαφῶς τόσο ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τῆς ἀγρυπνίας ὡς ἐγρήγορση, ὅπως αὐτὴ διαφαίνεται ἀπὸ τὶς παραπάνω ἀναφορές, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ἔννοιά της ὡς προσφορὰ ἢ ὡς μέσον ψυχικῆς ἀνάπαυσης, ὅπως δίνεται στὸ ἀρχικὸ κείμενο. Ἀντίθετα, διερευνᾶται ἡ ἀγρυπνία ὡς ἐφησυχασμὸς τοῦ προσώπου στὴν ἀγαπητικὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ παράλληλα ὡς μέσον ψυχικοῦ ἐκμηδενισμοῦ του μὲ στόχο τὴν ὑπερβατική, θεωρητικὴ μετεγκατάστασή του στὴν περιοχὴ τῆς Ὕπαρξης ποὺ ἁπλοϊκὰ θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομαστεῖ περιοχὴ τοῦ Φωτός.
“Το Ἅγιον Ὅρος ἀγρυπνεῖ ἐνοχλητικά, ἀνησυχητικὰ κι ἐπικίνδυνα”.[iv] Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ ἀποτέλεσε τὸ ἑπόμενο ἐρέθισμα γιὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς σημασίας τῆς ἀγρυπνίας στὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ παράδοση. Μέσα ἀπὸ ἕναν ἱστὸ ἀναφορῶν καὶ ἐμπειρικῶν μαρτυριῶν καὶ βιωματικῶν διηγήσεων, ποὺ παραθέτονται στὴ συνέχεια τῆς ἐργασίας, ἀναζητᾶται ἡ ἐνοχλητικὴ κι ἐπικίνδυνη αὐτὴ ἔννοια τῆς ἀγρυπνίας, μακριὰ ἀπὸ τὸν «ἀστικὸ χριστιανισμό», στὸ κέντρο τῆς ἔκφραση τῆς ὀρθόδοξης μοναχικῆς ἐμπειρίας, προσπαθώντας νὰ ἀποκωδικοποιήσουμε τὴν σχέση τῆς ἰδιωτικῆς – κατὰ μόνας ἀγρυπνίας μὲ αὐτὴν τῆς Ἀγρυπνίας ὡς ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς καὶ πράξη. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐννοιολογικὰ ἡ παροῦσα ἐργασία ὁριοθετεῖται ὡς ἑξῆς:
- Στόχος: ἡ ὑπαρξιακή, ὀντολογικὴ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἡ ὁποία συντελεῖται διὰ τῆς ἀγάπης.
- Τρόπος: ἡ μετάνοια, ἡ ἐκμηδένιση καὶ ἀναγέννηση τοῦ προσώπου σὲ ὀντολογικὴ κοινωνία καὶ σχέση.
- Μέσον: ἡ ἀγρυπνία. Ὡς μέθοδος ποὺ ἐδῶ ἀναζητοῦμε νὰ μελετήσουμε.
3. Ἡ Ἀγρυπνία ὡς Θεωρία
“…Ὁ ἄνθρωπος ζῇ ἐπὶ δύο ἐπιπέδων: Διάγει ἐν τῷ φυσικῷ τούτω κόσμω, ἀλλὰ συγχρόνως ὑπερβαίνει αὐτόν. Ἐν ταῖς κατωτέραις μορφαῖς τῆς ἐπιγείου ὑπάρξεως αὐτοῦ ἐμφανίζεται οὗτος ὡς «πρᾶγμα» τοῦ κόσμου τούτου, καὶ ὡς τοιοῦτον εἶναι ἐτεραρχούμενος, ἀλλ’ ὡς ὑπόστασις, εἰκὼν τοῦ Ὑποστατικοῦ Θεοῦ, ὑπέρκειται παντὸς ὁρισμοῦ. Ὡς ἐκ’ τούτου ἔχομεν διττὴν συνείδησην περὶ ἑαυτῶν: Εἴμεθα μηδαμηνότις ἐκ’ τοῦ “μηδενός” εἰλημμένη, ἀλλὰ καὶ μεγαλεῖον ἐν τὴ χάριτι τῆς σωτηρίας. Συνοικοῦν ἐν ἠμὶν ἡ ἐξάρτησις καὶ ἡ ἐλευθερία, ἡ φθορὰ καὶ ἡ ἀθανασία, ἡ δουλεία καὶ ἡ κυριότις.”[v]
“Πάσχομεν, ἀλλὰ δὶ’ ἄλλης ὀδύνης, ἀγνώστου πρότερον εἷς ἠμᾶς. Ἡ ὀδύνη αὐτὴ ἐμπνέει ἠμᾶς, δὲν φονεύει. Ἐν αὐτῇ συνυπάρχει ἄκτιστος δύναμις. Ριπτόμεθα εἷς τὴν θείαν ἀπειρότητα. Μένουμεν ἐκστατικοὶ ἐνώπιόν του ἐν ὑμὶν ἐνεργουμένου γεγονότος. Τὸ μεγαλεῖον αὐτοῦ ὑπερβαίνει ἠμᾶς. Συστελλόμεθα καὶ σμικρυνόμεθα εἷς τὸ ἔπακρον ἐν τὴ συνειδήσει ἠμῶν αὐτῶν, ἐν ταυτῷ δὲ ἔρχεται ὁ Θεὸς νὰ ἐναγκαλισθῆ ἠμᾶς, ὡς ὁ Πατὴρ τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς (Λούκ. ἴε΄ 20). Ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος ἀποχωροῦν ἀφ’ ἠμῶν δίδοντες τὴν θέσιν αὐτῶν εἰς τὸ πρὸ τοῦ Θεοῦ “θάμβος”. Ὁ Πατὴρ ἐνδύει ἠμᾶς διὰ πολυτίμων ἱματίων? κοσμεῖ ἠμᾶς δὶ’ οὐρανίων δωρεῶν, καλλίστη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ τὰ πάντα περιβάλλουσα ἀγάπη. Ἡ πρώτη ἠμῶν ὀδύνη τῆς μετανοίας μεταβάλλεται εἰς χαρὰν καὶ γλυκύτητα ἀγάπης. Νῦν ἡ ἀγάπη λαμβάνει νέαν μορφήν: τὴν εὐσπλαχνία πρὸς πᾶν κτίσμα στερούμενον τοῦ Θείου Φωτός.”[vi]
Ὁ θεὸς γνωρίζεται καὶ ἕλκεται στὶς νύχτες. Ἡ ἀγρυπνία εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἔργο τοῦ μοναχοῦ. Τὸ μεσονύχτι μιλᾷ ὁ Θεός. Νὰ μάθουμε τὰ χούγια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ὅτι τὸ πιὸ εὐαίσθητο μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε. Εἶναι τόσο ὑπάκουος, τόσο κοντά μας. Ἐνῷ ἐμεῖς τὸν ἔχουμε ψυχρό, σκληρό, πέρα ἀπὸ τὰ σύννεφα. Ἂν τοῦ χτυπᾶμε αὐτὴ τὴν ὥρα θὰ μᾶς ἀπαντᾷ. Κι ἂν ἀπαντᾷ τώρα θὰ τὸν ἔχουμε πάντα. Δὲν τὸν βλέπουμε, ὅμως ξέρουμε ὅτι ὑπάρχει. [vii]
Ὅπως δηλώνει ὁ Ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος: “…Ὄχι μόνη ἡ στάσις, οὐδὲ μόνη ἡ στιχολογία τῶν ψαλμῶν ὑπάρχει ὅλη καὶ καθ’ αὐτὴ ἀγρυπνία? ἀλλ’ εἶναι διάφοροι ἐργασίαι τῆς ἀγρυπνίας? καὶ πρῶτον, ἄλλος μὲν διέρχεται ὅλην τὴν νύκτα εἷς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν ψαλμῶν, δεύτερον, ἄλλος δὲ ἀγρυπνεῖ ὅλην τὴν νύκτα διὰ τῶν κατανυκτικῶν εὐχῶν καὶ τῶν γονυκλισιῶν? τρίτον, ἄλλος δὲ διέρχεται ὅλην τὴν νύκτα μετὰ κλαυθμῶν καὶ δακρύων καὶ θρήνων διὰ τὰς ἑαυτοῦ ἁμαρτίας? τέταρτον, ἄλλος δὲ ἀφ’ ἑσπέρας ἀναγιγνώσκει ψαλμοὺς καὶ εὐχᾶς, τὸ δὲ ὑπόλοιπόν της νυκτὸς διέρχεται ψάλλων τροπάρια? πέμπτον, ἄλλος δὲ ἀγρυπνεῖ, καταγινόμενος ὅλην τὴν νύκτα εἰς δοξολογίας καὶ ἀναγνώσεις? καὶ ἕκτον, ἄλλος πάλιν τίθησι νόμον εἷς ἑαυτὸν νὰ ἵσταται ὄρθιος ὅλην τὴν νύκτα…”[viii]
4. Ἡ Ἀγρυπνία ὡς Πρακτικὴ
Ἡ δομὴ καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς ἀγρυπνίας στὴν ὀρθόδοξη λειτουργικὴ παρουσιάζονται καὶ ἀναλύονται σὲ ἕνα σημαντικὸ πλῆθος κειμένων καὶ ἀναφορῶν ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ λειτουργικὴ πρακτική, τὴ παράδοση καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ τυπικό της ὀρθόδοξης ἀνατολικῆς ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἐντοπίζονται ἀναφορὲς στὶς ὁποῖες περιγράφεται πλήρως ἡ δομὴ τῶν λειτουργικῶν ἑνοτήτων ποὺ συγκροτοῦν τὴν ἀγρυπνία (Ὧρες, Ἑωθινό, Ὄρθρος, Δοξαστικά, Θεῖα Λειτουργία, κ.α.), τὰ κατὰ περίπτωση κοντάκια, ἀπολυτίκια, μεγαλυνάρια κ.α. ψαλτικὰ μέρη ποὺ περιλαμβάνονται κι ἐνσωματώνονται στὰ μέρη αὐτὰ καθὼς καὶ τὸ ἀντίστοιχο μέλος (ἦχος πρῶτος, ἦχος πλάγιος του δευτέρου κ.α.) μὲ τὸ ὁποῖο ἀποδίδονται. Ἡ ἀναλυτικὴ παρουσίαση, ὁ σχολιασμὸς καὶ ἡ περαιτέρω ἀναφορὰ στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συμβολισμοὺς ἢ/ καὶ τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες ποὺ ἀνέδειξαν καὶ καθιέρωσαν τὰ παραπάνω θεσπίζοντας τὰ ὡς ἐκκλησιαστικὴ παράδοση τῆς ὀρθόδοξης ἀνατολικῆς ἐκκλησίας ἐλάχιστα ἐξυπηρετοῦν τὸ σκοπὸ τῆς παρούσας ἐργασίας καὶ γιὰ τὴν οἰκονομία τῆς παραλείπονται.
“Η ἀγρυπνία εἶναι σχάρα ποὺ ψηνόμαστε γιὰ νὰ καθαρισθοῦμε, νὰ φωτισθοῦμε, νὰ ἁγιασθοῦμε. Τὸ μεσονύχτι μιλᾷ ὁ Θεός. Νύχτα. Οἱ ἀγαπητὲς ὧρες τῶν ἁγίων, τῶν φίλων μας, ποὺ μαθαίνουμε τὰ κουμπιά τους γιὰ νὰ τοὺς καλοπιάνουμε. Μόνο νὰ ’μαστε τίμιοι μαζί τους.”[ix] Βασισμένο στὸ ὅτι ἡ φυσικὴ ἡσυχία συντείνει στὴν ἐσωτερική. Ὅμως, ἂν δὲν ὑπάρχει, πρέπει νὰ ὑπομείνεις σ’ ὅτι βρίσκεις κι ὁ θεὸς θὰ σοὺ δώσει τὰ μεγαλύτερα. [x]
Ἑστιάζοντας στὶς πτυχὲς τὴν Ἀγρυπνίας ὡς ἐκκλησιαστικὸ γεγονός, ὡς πράξη ποὺ σὺν-τελεῖται σὲ συγκεκριμένο τόπο – τὸν Ὀρθόδοξο Ἱερὸ Ναό-, χρόνο – τὶς πρῶτες πρωινὲς ὧρες τῆς ἡμέρας π.χ. τῆς μνήμης ἑνὸς Ἁγίου, ἀπὸ μία κοινότητα ἀνθρώπων (τοὺς μοναχοὺς ἑνὸς μοναστηριοῦ ἢ τοὺς πιστοὺς μίας ἐνορίας) ἐντοπίζουμε αὐτὲς ποὺ σὺν-ὑπάρχουν αὐτούσιες στὴν οὐσία τους, τροποποιημένες ὅμως σὲ μεγάλο βαθμὸ ὡς πρὸς τὴ μορφὴ καὶ τὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικά τους κατὰ τὴ θεωρητικὴ μὲτ-ἐγκατάσταση τῆς ἀγρυπνίας ποὺ ἐπιχειροῦμε νὰ τεκμηριώσουμε: στὴν ἀγρυπνία ποὺ τελεῖται σὲ ἕναν ὁποιονδήποτε ἀόριστο ἀλλὰ καὶ ὁρισμένο τόπο (τὸ κελὶ ἑνὸς μοναχοῦ, ἡ κατοικία ἑνὸς κληρικοῦ, τὸ ἐνδιαίτημα ἑνὸς λαϊκοῦ, τὸ σπήλαιο ἑνὸς ἀσκητῆ, τὴ καλύβι ἑνὸς ἡσυχαστῆ, τὴν ἔρημο ἑνὸς ἐρημίτη), σὲ πλήρη ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ χρόνου, καὶ – τὸ σημαντικότερο- ἰδιωτικά, κατὰ μόνας. Οἱ πτυχὲς αὐτὲς εἶναι: Ὁ Λόγος, τὸ μέλος, ἡ κίνηση, ἡ ἐναλλαγὴ φωτὸς καὶ σκότους, ὁ ἦχος τοῦ τάλαντου ἢ τῆς καμπάνας.
5. Ἡ Ἐγκατάσταση, ἡ Ἐμπειρία
Τὸ κελὶ τοῦ μοναχοῦ κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἀγρυπνίας μετασχηματίζεται σὲ μία θεωρητικὴ ἐγκατάσταση: γίνεται ὁ τόπος τῆς ὑπερβατικῆς συνάντησής του μὲ τὸ Θεό. Μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι [ἐνδεδυμένος μὲ “ἱμάτιον μέλαν” καὶ τὴν ψυχὴ γεμάτη ἀπὸ τὸ πένθος τῆς μετάνοιας] ὁ μοναχὸς ἐπικαλεῖται τὴν ἐπίσκεψη, τὴ γεύση τοῦ Ἄκτιστου Φωτός? τότε τὸ κελὶ ἀποκτᾷ ὑπόσταση ἐκκλησίας/ κιβωτοῦ κι αὐτὸς εἶναι πλέον ὁλόκληρο τὸ πλήρωμά της, προσεύχεται, πονάει, δακρύζει, ἀγωνιᾷ γιὰ Ὅλους, γιὰ τὴν Κτίση ποὺ στερεῖται τοῦ Θείου Φωτός. Τὸ λιτό, μηδαμινὸ κελὶ κι ὁ ἐκμηδενισμένος/ ἐξουθενωμένος μοναχὸς γίνονται τὸ σκεῦος ὑποδοχῆς τοῦ Ἄπειρου/ ἀπερινόητου, ἀκατάληπτου ἀλλὰ ὄχι ἀκατάδεκτου Θεοῦ.
“Βρίσκομαι γιὰ πρώτη φορὰ σ’ ἕνα κελὶ μοναχῆς. Εἶναι μικρό, ἔξι τετραγωνικὰ μέτρα. Ἕνα κρεβάτι, ἕνα κομοδίνο, καὶ τίποτε ἄλλο. Δύο γωνίες εἶναι καλυμμένες μὲ εἰκόνες. Στὸ μικρὸ αὐτὸ χῶρο δεσπόζουν οἱ εἰκόνες σὰν νὰ βρίσκονταν στὸ κελὶ οἱ εἰκόνες μοναχά. Τὸ κελὶ δὲν εἶναι βέβαια ἄνετο, ἀλλὰ οὔτε καὶ τελείως ἀκατάλληλο, γιὰ νὰ μείνει κανεὶς μέσα. Εἶναι φιλικὸ καὶ ζεστό. Πάνω ἀπὸ τὸ κρεβάτι κρέμεται μία “μπάντα”. Δείχνει ἕνα τάφο καὶ δίπλα στὸν τάφο στέκονται ἕνας μοναχὸς καὶ ὁ θάνατος μὲ τὸ δρεπάνι. Πάνω ἀπὸ τὸν τάφο εἶναι γραμμένο: “Ἀπ’ αὐτὸν δὲν ξεφεύγει κανένας”![xi]
“Άλλαξα πολλὰ Καλύβια? εἶμαι…καυσοκαλυβίτης. Ὅσες φορὲς ἔκανα ἀλλαγὲς στὶς πόρτες, στὰ καρφιά, στὸ τέλος κατέληξα ὅτι ὅλα εἶχαν μπεῖ μὲ σκέψη. Γι’ αὐτὸ τώρα, στὴν ἀρχή, καὶ νὰ δυσκολεύομαι, δὲν κάνω καμιὰ ἀλλαγή. Δὲν βγάζω οὔτε ἕνα καρφὶ ἀπὸ τοὺς τοίχους. Ἂν ἐγὼ o ἄπειρος τὰ ξεκαρφώσω, θὰ τὰ ξανακαρφώσω στὴ θέση ποὺ τὰ βρῆκα καὶ θὰ χαλάσω τοὺς σοβάδες, γιατί ὕστερα ἀπὸ δοκιμὴ τὰ κάρφωσε ὁ ἄλλος Πατέρας. Γιὰ νὰ ἔχει λ.χ. ἕνα καρφὶ ἐκεῖ στὸν τοῖχο, χρειάζεται νὰ κρεμάσεις μία φανέλα, ἕνα ράσο. Σὲ ἕνα κελὶ ποὺ εἶχα πάει [τὸ κελὶ τοῦ Ὑπατίου στὰ Κατουνάκια], σὲ κάθε γωνία εἶχε καὶ ἀπὸ ἕνα μπαστοῦνι χοντρὸ καὶ γυριστό. Τὰ ἔπαιρνα καὶ τὰ ἔδινα στὸν κόσμο. Μετὰ κατάλαβα ὅτι τὰ εἶχε ὁ προηγούμενος Πατέρας, γιατί ὑπῆρχαν πολλὰ φίδια ἐκεῖ, γιὰ νὰ μὴν τρέχει καὶ ψάχνει.” [xii]
“Τους βλέπεις τοὺς καλόγερους ὧρες νὰ περπατοῦν, ὧρες ὄρθιους στὰ στασίδια, ὧρες κλεισμένους στὰ κελλιά τους, ν’ ἀγρυπνοῦν, νὰ ψέλνουν, νὰ μελετοῦν, νὰ προσεύχονται, νὰ μποροῦν, βρὲ ἀδελφέ, νὰ μὴν κάνουν τίποτε, νὰ φυλᾶνε τὸν τόπο, καθὼς λένε”.[xiii]
5.1 Ο Λόγος, το Μέλος
“Η ἀγρυπνία ὅμως δὲν εἶναι γιὰ χασομέρια μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ ἂς εἶναι κι ἀγαθοί. Νὰ μὴν πιάνετε κουβέντα μὲ τοὺς λογισμούς, ἔλεγε στοὺς νέους ὁ Γέροντας, ποὺ ζοῦσε σοφὰ τὴν ἡσυχία. Ἡ ἀγρυπνία ἔχει τὸν ρυθμό της, κυλᾷ ἤρεμα. Ὁ τυπικάρης ἔχει βέβαια τὸ νοῦ του γιὰ τὴν πορεία καὶ τὴ διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας μὰ οἱ ψάλτες δὲν ὑπακούουν εὔκολα στὰ δοξαστικά. Συνεπαίρνονται καὶ καθυστεροῦν…Λέγεται πὼς συνήθως εἶναι καλύτερα νὰ βλέπεις παρὰ ν’ ἀκοῦς. Μὰ αὐτὸ σίγουρα δὲν ἰσχύει στὶς ἁγιορείτικες ἀγρυπνίες.” [xiv]
“Μέσα στὴ νύχτα μιλᾶμε γι’ αὐτὸ ποὺ τὴν ἐμπεριέχει, τὴν προσευχή” [xv]
5.2 Το Φως και το Σκοτάδι
Κατά το Καβαφικό:
“Ένα κερί αρκεί. Το φως του το αμυδρό
αρμόζει πιο καλά, θα’ ναι πιο συμπαθές
σαν έρθουν της Αγάπης, σαν έρθουν οι Σκιές.”
“Οι βραδινὲς ἀκολουθίες τελοῦνται μόνο μὲ τὸ φῶς τῶν κεριῶν. Ταλαντευόμενα ἡμιφῶτα βγάζουν ἀπ’ τὸ σκοτάδι τοὺς ἀσβεστωμένους τοίχους καὶ κάνουν ν’ ἀναδύεται τὸ πολύτιμο χρυσάφι τῶν πλαισίων τῶν εἰκόνων. Ὅταν μετὰ τὴν ἀκολουθία κατεβαίνει ἡ χορωδία ἀπὸ τὸ ὑψωμένο βάθρο της καὶ ἔρχεται μπροστὰ στὸ Ἅγιο Βῆμα, παραταγμένη σὲ δύο σειρὲς ἀπέναντι στὴν εἰκόνα, καὶ ἀντηχεῖ ὃ ὕμνος, τότε δὲν εἶναι πιὰ ψαλμός, ἀλλὰ κλάμα, πένθος, θρῆνος. Ἰδὲ τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον μου…”[xvi]
5.3 Ἡ Κίνηση
“18 Ἰανουαρίου 1979. Χωρὶς νὰ ξέρω πῆγα σήμερα στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ Ναοῦ, ὅπου στέκονταν μερικὲς ντουζίνες καλογραιῶν. Προχώρησα ἀνάμεσά τους καὶ δὲν ἦταν πιὰ δυνατὸ νὰ φύγω. Ἔκαναν βαθιὲς μετάνοιες, κλίνοντας τὸ σῶμα μὲ ἀσυνήθιστη, ἀπερίγραπτη, χάρη, ἄλλοτε ὅλες μαζὶ κι ἄλλοτε χωριστά. Οἱ κινήσεις τοὺς ἔπαιρναν τὴ μορφὴ μίας τέλειας χορογραφίας. Ὁ ρυθμὸς τοὺς ἐνώνονταν μὲ τὴν ψαλμῳδία τῶν ἀδελφῶν της χορωδίας σὲ μία οὐράνια ἁρμονία”[xvii]
Ἔξοδος
Μὲ βάση τὶς μαρτυρίες καὶ τὶς ἀναφορὲς ποὺ ἐνδεικτικὰ παρουσιάστηκαν στὴν ἐργασία, ἡ ὑπὸ προϋποθέσεις – ὄχι μονοσήμαντα ὁρισμένες καὶ συγκεκριμένες - […] ἰδιωτικὴ πράξη προσπάθειας προσέγγισης καὶ συνεύρεσης, κοινωνίας, συνομιλίας μὲ τὸ Θεό, ποὺ λαμβάνει χώρα ἐνσωματώνοντας ἕνα πλαίσιο ἐπιφανειακῶν, σὲ πρώτη ἀνάγνωση, συνθηκῶν καὶ γνωρισμάτων, χωρὶς αὐτὰ νὰ ἀποτελοῦν συμβάσεις καὶ καταναγκασμούς, ἡ κατὰ μόνας ἀγρυπνία, δὲν εἶναι παρὰ μία κατ’ ἐξοχὴν θεωρητικὴ μὲτ-ἐγκατάσταση τῆς Ἀγρυπνίας ὡς συλλογικὸ-ἐκκλησιαστικὸ γεγονός. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ διαπίστωση ὅτι ἡ ἰδιοσυγκρασιακὴ ἑτερότητα, ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου ὄχι μόνο δὲν καθορίζει τὴ μορφὴ καὶ τὴν τελικὴ διαμόρφωση τῆς ἐν λόγῳ θεωρητικῆς ἐγκατάστασης, ὅπως αὐτὸ κατὰ κόρον συμβαίνει στὴν περίπτωση ἑνὸς δημιουργοῦ, ἑνὸς καλλιτέχνη, ἑνὸς λογοτέχνη, ἑνὸς ἀρχιτέκτονα ἢ ἀκόμη πιὸ κραυγαλέα στὴν περίπτωση μίας ψυχικὰ διαταραγμένης προσωπικότητας, ἀλλὰ βρίσκεται ἐξ’ ἀρχῆς σὲ δεύτερη μοῖρα, σταδιακὰ ἐκμηδενίζεται καὶ τέλος ἀνυψώνεται καὶ διευρύνεται τόσο ποὺ νὰ ἀποτελεῖ καὶ νὰ περιλαμβάνει τὴν Κτίση καὶ τὸν Κτίστη μαζί, τὸ Ὅλον (μὲ ὅρους τῆς ἀνατολικῆς μυστικῆς θεολογίας ταπείνωση, συντριβὴ – δάκρυα, ἐμπειρία τοῦ Ἄκτιστου Φωτός, ἀντίστοιχα).
Ἐξαιρετικὴ σημασία ἔχει ἐπίσης ἡ ἀντιπαραβολὴ τῆς ἀφετηρίας - Ἀγρυπνίας ὡς συλλογικὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς μὲ τὸ τέρμα / θεωρητικὴ ἐγκατάσταση - κατὰ μόνας ἀγρυπνία ἀφοῦ, σύμφωνα μὲ τὶς θεολογικὲς ἀντιλήψεις τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης μοναχικῆς παράδοσης (π.χ. νηπτικῶν), ἡ τελευταία ὄχι μόνο δὲν ὑπολείπεται σὲ τίποτε τῆς πρώτης ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὸ πρότυπο καὶ τὸ ἀρχέτυπό της. Τὸ πρόσωπο ποὺ μετασχηματίζεται σὲ ἐκκλησιά, τὸ πλήρωμα τῆς ἐκκλησίας ποὺ τροφοδοτεῖ τὸ πρόσωπο: ἡ Ἀγρυπνία τῆς ἐκκλησίας καὶ ἡ κατὰ μόνας ἀγρυπνία τοῦ προσώπου μοιάζουν τελικὰ σὰν δύο ἀντικριστὰ τοποθετημένα κάτοπτρα γιὰ τὴν θεωρητικὴ – ἀπὸ τὸ ἐγὼ στὸ Ἐμεῖς καὶ ἀπὸ τὸ Ἐμεῖς στὸ ἐγὼ – ἐγκατάσταση, μετεγκατάσταση, στὴν περιοχὴ τῆς ὕπαρξης ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομαστεῖ “Περιοχὴ τοῦ Ἄκτιστου Φωτός”.
Κατὰ τὴν ἀγρυπνία τελώνται μία σειρὰ ἀπὸ μεταβάσεις καὶ μετασχηματισμούς. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς συνίστανται στὶς παρακάτω:
- Ἡ κένωση τῆς ψυχῆς καὶ ἡ μετακένωσή της,
- Ἡ ἐγκατάσταση καὶ ἡ μὲτ-ἐγκατάσταση,
- Ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς,
- Ἀπὸ τὸ κτιστὸ στὸ ἄκτιστο.
- Τὸ κτιστὸ σκοτάδι καὶ τὸ ἄκτιστο φῶς.
Ἡ πρακτική της ἀγρυπνίας “ἀνοίγει τὸ δρόμο, μέσα ἀπὸ τὴν ἐνσάρκωση, τὴ συγκεκριμενοποίηση τοῦ Ἔρωτα στὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶμε, στὸ “Ἐσύ”, νὰ διατρήσουμε τὸ δερμάτινο χιτῶνα τοῦ Ἐγώ μας καὶ νὰ συναντήσουμε τὸ συλλογικὸ ἑαυτό μας.”[xviii] “Μόνο μέσα ἀπὸ τὴν ἔξοδο αὐτὴ μπορεῖ νὰ καταλύσουμε μὲ τὴν Πράξη τοῦ ἔρωτα – καὶ αὐτὸ τὸ ἄλλο πρόσωπο τῆς Πράξης τοῦ ἔρωτα ποὺ εἶναι ἡ Πράξη τῆς ἱστορίας – τὸ διχασμὸ τοῦ Ὅλου Σώματός μας σὲ ἔθνη, σὲ τάξεις, σὲ ἄτομα”.[xix] Ἀπώτερος σκοπὸς εἶναι “νὰ χάσεις τὸν ἑαυτό σου γιὰ νὰ βρεῖς τὸν θεό... εἶναι μεγάλη εὐλογία αὐτὲς οἱ συνάξεις”.[xx]
“Σταμάτησα νὰ ρίχνω ξύλα στὴ σόμπα. Σταμάτησε κι ὁ ἀέρας κι ἡ βροχὴ καὶ τὸ κρύο. Νὰ κάνω τὸ Ἀπόδειπνο τώρα. Νὰ σηκωθῶ νωρὶς νὰ πάω στὸ μοναστῆρι ποὺ ἔχουν ἑορτή… τὸ νὰ εἶσαι μόνος καὶ νὰ μὴν εἶσαι μόνος. Τὸ νὰ εἶσαι μὲ πολλοὺς καὶ νὰ εἶσαι μόνος. Νὰ μὴν ἔχεις τίποτε καὶ νὰ μὴ θὲς τίποτε. Τὸ νὰ χαίρεσαι γιὰ τὴν ἡσυχία, τὴν ἠρεμία, τὸν χειμῶνα, τὴ νύχτα, τὸν οὐρανό, τὸ κελλί, τὴν εἰρήνη. Νὰ σὲ παίρνει ὁ ὕπνος μὲ τὸ κομποσχοίνι. Νὰ ξυπνᾷς μὲ τὸ κομποσχοίνι στὸ χέρι. Νὰ μὴ φοβᾶσαι πιὰ τί θὰ ποῦν οἱ γιατροί, τί θὰ ποῦν οἱ ἄλλοι, πὼς θὰ σὲ σχολιάσουν, ἂν θὰ σ’ ἐπαινέσουν. Μὰ τὴν ἱστορία σου γράφεις τώρα; Ἄφησε τὰ γιὰ ἄλλοτε. Ἂς εἶναι Παναγιά μου.”[xxi]
Εὐχαριστίες
[v] Σωφρόνιου Σαχάρωφ, (1993), Οψόμεθα Τον Θεόν Καθώς Εστί, σέλ. 160, Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ.
[vi] ο.π., σέλ. 71-72.
[vii] ο.π. σελ.64.
[viii] Αββά Ισαάκ του Σύρου, (1961), “Ασκητικοί Λόγοι”, Λόγ. ΚΗ΄ Περί Αγρυπνίας των Νυκτών, σελ. 103-105, Εκδοτικός Οίκος «Αστήρ», Αθήνα.
[x] ο.π. σελ.59.
[xi] Tatiana Goritschewa, Die Rettung der Verlorenen, R. Brockhaus Verlag, Wuppertal, 1982.
[xii] Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, (1998), Λόγοι - Α΄, Εκδόσεις Ιερού Ησυχαστηρίου Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
[xv] ο.π. σελ.66.
[xix] ο.π. σελ.29-30.
Thursday, 7 June 2007
Introduction
Vigil, tacuinum sanitatis casanatensis (XIV century)
A vigil (from the Latin vigilia, 'wakefulness') is a period of sleeplessness, an occasion for devotional watching or observance. It can also be the eve of a religious festival observed by staying awake as a devotional exercise or ritual devotions observed on the eve of a holy day, such as the Easter Vigil held on Holy Saturday.
In Christianity, especially Orthodox and Roman Catholic faith traditions, a vigil is often held when someone is gravely ill, or dying. Prayers are said and votives are often made. Vigils extend from eventual death to burial, ritualistically to pray for a loved one, but more practically so they are never alone.
Subscribe to:
Posts (Atom)